-
1 στοχάζομαι
Aἐστοχαζόμην Id.Euthd.277b
: [tense] fut.- άσομαι Isoc.Ep.6.10
, M.Ant.10.6: [tense] aor.ἐστοχασάμην Pl.Grg. 464c
, Hp.VM9: [tense] pf.ἐστόχασμαι Pl.Lg. 635a
, Arist.HA 571a27:— Gal. uses this [tense] pf., as also [tense] aor. ἐστοχάσθην, in pass. sense, [tense] pf. in 10.885, 11.35, [tense] aor. in 13.713, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.40; ἐστοχάσθην in act. sense, Ps.-Callisth.1.3 (cod. L): ([etym.] στόχος):— aim or shoot at, c. gen., [ σκοποῦ] Pl.R. 519c, Isoc.l.c.;δίκην τοξότου σ. τινός Pl.Lg. 706a
; ἄλλου στοχαζόμενος ἔτυχε τούτου aiming at another man hit the deceased, Antipho 2.1.4;σ. ἀνθρώπων X.Cyr.1.6.29
.2 metaph., aim at, endeavour after,μέτρου Hp.VM9
; ;τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ Id.R. 462a
;τῆς σωτηρίας Id.Lg. 962a
;ἡ φύσις ἐστόχασται ἑκάστου οὐδέν τι ἔλασσον τῆς ἀπολήξεως ἢ τῆς ἀρχῆς M.Ant.8.20
;τοῦ γέλωτα ποιῆσαι Arist.EN 1128a6
; τοῦ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ γινομένου Id HA l.c.; σ. τῶν μάλιστα φίλων κριτῶν aim at having them as judges, X.Cyr.8.2.27; soτῆς τοῦ δήμου βουλήσεως Plb.6.16.5
;τῶν πολιτῶν LXX 2 Ma.14.8
; also , cf. 962d;οὕτω σ. ὅπως.. Hp.Art.4
, cf. Diocl.Fr.138, SIG609.7 (Delph., ii B.C.), PTeb.27.70 (ii B.C.).II endeavour to make out, guess at a thing, c. gen., ;τῆς τῶν θεῶν σ. διανοίας Isoc.1.50
; σ. τοῦ συμβουλευομένου guessing at the mind of their consultant, Pl.La. 178b: abs., make guesses, feel one's way,εὖ γε στοχάζει S.Ant. 241
codd.; στοχαζομένη τὰ συμφέροντα ἐκπληροῦν by guessing, X.Mem.2.2.5;οὐ γνοῦσα, ἀλλὰ στοχασαμένη Pl.Grg. 464c
, cf. Phlb. 56a; calculate, Cleom.2.1; infer, (Teos, ii B.C.), Plb.1.14.2, al.;διά τινος Id.3.68.10
;ἀπό τινος Ocell.1.1
: c. acc. et inf.,στοχαζόμεθα τὸν Δημήτριον μὴ κατειληφέναι Ζηνόδωρον ἐν πόλει PCair.Zen.367.13
(iii B.C.), cf. POxy.931.9 (ii A.D.): c. acc., survey, explore, ; αἰῶνα ib.Wi.13.9; guess at. τοὺς πλησίον ib.Si.9.14; τοιοῦτον τὸν κόσμιον στοχάζου expect the κόσμιος to be like that, Polem.Phgn.2.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοχάζομαι
-
2 θήρα
A hunting of wild beasts, the chase,βάν ῥ' ἴμεν ἐς θήρην Od.19.429
;αἵμονα θήρης Il.5.49
;ἰέναι ἐπὶ τὴν θήρην Hdt.1.37
, 4.114, cf. Ar.Fr.2 D.; ζῶσι ἀπὸ θ. Hdt.4.22, cf. Arist.Pol. 1256a35;ἐποίησε μεγάλην θήραν X.Cyr.1.4.14
;θ. ποιεῖσθαι Arist.HA 541a20
;τὰς θ. τῶν ὀρτύγων ἐποιοῦντο D.S.1.60
; τοῦ πτηνοῦ γένους θ., = ὀρνιθευτική, Pl.Sph. 220b; ἡ περὶ θάλατταν θ. fishing, Id.Lg. 823d; κυνηγεσία καὶ ἡ ἄλλη θ. ib. 763b: pl., πέρδικες εἰς τὰς θ. ἀγόμεναι, of decoy birds, Arist.GA 751a14, cf. Phld.Ir.p.42 W., Ant.Lib.41.2.b in Ptolemaic Egypt,στρατηγὸς ἐπὶ τὴν θ. τῶν ἐλεφάντων OGI82
, 86 (iii B.C.), cf. Str.16.4.5,7, Wilcken Chr.385.14 (iii B.C.), PPetr.3p.292 (iii B.C.), etc.2 metaph., eager pursuit of anything, θήραν.. ἔχομεν τόξων, = θηρῶμεν τὰ τόξα, S.Ph. 840;δυσμενῶν θήραν ἔχειν Id.Aj. 564
;θ. ἀνθρώπων Pl.Sph. 222b
, 222c; ; , etc.II prey, game,αἶψα δ' ἔδωκε θεὸς μενοεικέα θήρην Od.9.158
, cf. A.Ch. 251, E.Ba. 1144; πρὶν κινεῖσθαι τὴν θ. X. Cyr.2.4.25; θήραν καλήν, of a prisoner, S.Ph. 609: in pl., ὦ πταναὶ θῆραι, of birds, ib. 1146 (lyr.); τὴν θ. ἐπὶ τοῦ μέσου τηροῦσα watching its prey, of a spider, Arist.HA 623a13.IV in Roman times, the games of the Circus, Epigr.Gr.351.3 ([place name] Nicaea). -
3 νοσφίζω
A , E.Alc.43 : [tense] aor. Iἐνόσφισα Pi.N.6.62
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut.νοσφίσομαι IG12(7).515.93
(Amorgos, ii B.C.) ; [dialect] Ep.νοσφίσσομαι A.R.4.1108
: [tense] aor. ἐνοσφισάμην, [dialect] Ep. νοσφισάμην, νοσφισσάμην (v. infr.): [tense] pf.νενόσφισμαι PCair.Zen.484.4
(iii B.C.), Str.2.3.4, Plu.Luc.37 :—[voice] Pass., [tense] aor.ἐνοσφίσθην Od.11.73
, etc.:I Hom. only [voice] Med. and [voice] Pass., turn away, shrink back, νοσφισθείς ibid., Thgn.94 ;νοσφίσατ' Od.11.425
: metaph., , 24.222.2 c. gen., turn away from, τίφθ' οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι; Od.23.98.3 c. acc., forsake, abandon, ; elsewh. in Hom. of places, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα νοσφισάμην ib.19.339 ; νοσφισσαμένη τόδε δῶμα ib. 579, 21.77, 104 ;νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορήν h.Cer.92
;ὅρκον ἐνοσφίσθης Archil.96
; εἴ σε νοσφίζομαι if I forsake thee, S.OT 693 (lyr.).II after Hom. ( ἀπονοσφίσσειεν first in h.Cer. 158 ) in [voice] Act., set apart, separate, remove,τινὰ ἐκ δόμων E.Hel. 641
(lyr.) ;βρέφος ματέρος ἀποπρό Id.IA 1286
(lyr.) ;τινὰ ἀπό τινος Lyc.1331
; τινα A.R.2.793 : metaph., ν. τινὰ βίου separate him from life, i. e. kill him, S.Ph. 1427 ; τῷ νύ μ'.. ἐκ βιότοιο νοσφίσατ' (imper.)ἐσσυμένως Q.S.13.282
; ν. τινά alone, A.Ch. 438 (lyr.), Eu. 211 ;ν. τινὰ ἐρωμανίης AP5.292
(Paul. Sil.).2 deprive, rob, τινά τι one of a thing, Pi.N.6.62 ; alsoν. τινά τινος A.Ch. 620
(lyr.), E.Alc.43 ;τοὺς θανόντας νοσφίσας ὧν χρῆν λαχεῖν Id.Supp. 539
; γέροντ' ἄπαιδα νοσφίσας, i. e. ὥστε ἄπαιδα εἶναι, Id.Andr. 1207 (lyr.).3 [voice] Med., put aside for oneself, appropriate, purloin,νοσφίσασθαι ὁπόσα ἂν βουλώμεθα X.Cyr.4.2.42
, cf. SIG993.21 (Calauria, iii B.C.), Plb.10.16.6,Ἑλληνικά 1.18
(Gytheum, i A.D.): in [tense] pf. [voice] Pass., νενοσφισμένος πολλά Str.l.c., cf. Plu. l. c.: ν. ἀπὸ τῶν ἀμφιτάπων, ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος, ἀπὸ τῆς τιμῆς, appropriate part of.., PCair.Zen.l. c., LXX Jo.7.1, Act.Ap.5.2 ;ἐκ τοῦ χρήματος Ath.6.234a
: abs., PPetr.3p.162 (iii B.C.), Ep.Tit.2.10.III [voice] Med. in act. sense, deprive, rob,σφ' ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται E.Supp. 153
, cf. A.R.4.1108.2 in later poets, remove,τοὺς.. ἀπὸ Ξάνθοιο.. πνοιαὶ νοσφίσσαντο D.P.684
;νοσφίσατ' ἐκ θυμοῖο καὶ ἡδέος ἐκ βιότοιο Q.S.10.79
.—Rare in [dialect] Att. Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοσφίζω
См. также в других словарях:
στοχάζομαι — ΝΜΑ [στόχος] προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ. β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ. γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
υπερόριος — α, ο / ὑπερόριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους 2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια… … Dictionary of Greek
κατεξαναστατικός — κατεξαναστατικός, ή, όν (Α) [κατεξανίσταμαι] ο ικανός να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῡ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek